- φιλονικήσας
- φιλονῑκήσᾱς , φιλονεικέωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)φιλονικήσᾱς , φιλονικέωto be fond of victoryaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.